- ἀφρῶδες
- ἀφρώδηςfoamymasc/fem voc sgἀφρώδηςfoamyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
VENUS — I. VENUS ab antiquis amorum, gratiarum, pulchritudinis, deliciarum, voluptatumque omnium habita est Dea: ita dicta a veniendo, quod ad omnes res veniat, ut auctore est Cicer. l. 3. de Nat. Deor. c. 24. Hanc Poetae, ex spumâ maris et Caeli… … Hofmann J. Lexicon universale
αλοσάχνη — η (Α ἁλοσάχνη Ν και αλισάχνη) νεοελλ. άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού αρχ. ἁλὸς ἄχνη α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών) β) αφρός τής… … Dictionary of Greek
καϊμάκι — το 1. λεπτό πηχτό σώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού γάλακτος, ανθόγαλα, αφρόγαλα, κρέμα 2. το πυκνό αφρώδες επίστρωμα που σχηματίζεται κατά το βράσιμο τού ελληνικού καφέ 3. μτφ. το καλύτερο μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός, το άνθος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ξανθοκύτταρο — το βιολ. κύτταρο τού δικτυο ενδοθηλιακού συστήματος, το οποίο όταν εναποθηκεύει λιπαρές ουσίες, διογκώνεται και γίνεται αφρώδες και διαυγές … Dictionary of Greek
σαμπάνια — η, Ν ονομαστό γαλλικό λευκό αφρώδες κρασί με αρχική προέλευση την Καμπανία τής Γαλλίας, ο καμπανίτης οίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. champagne < Champagne, επαρχία τής βορειοανατολικής Γαλλίας, όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά (< λατ.… … Dictionary of Greek
σκάμμα — ατος, το, ΝΑ 1. το αποτέλεσμα τού σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος 2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως τής πάλης, τού άλματος κ.ά. νεοελλ. 1. το τμήμα τού γυμναστηρίου όπου… … Dictionary of Greek
σκαμάγγι — το, Ν μπάλα, τούφα από καθαρό βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη λ. σκάμ μα* «αφρώδες νερό με σαπούνι», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκαμμ άκιον, ενώ, κατ άλλους, από τη λ. σκαραμάγγι «πολυτελές ύφασμα».… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
σύφαρ — τὸ, Α 1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος 2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ ρυτιδωμένος, γερασμένος 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῡ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῡ γάλακτος, γραῡς» β) «συκον ἐρρυτιδωμένον» 4. φρ. «σῡφαρ τοῡ ὄφεως» το δέρμα τού φιδιού… … Dictionary of Greek